πραματευτάδικο

πραματευτάδικο
το промтоварная лавка, промтоварный магазин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πραματευτάδικο" в других словарях:

  • πραματευτάδικο — και πραγματευτάδικο, το, Ν το κατάστημα τού πραματευτή, το εμπορικό κατάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραματευτής / πραγματευτής + κατάλ. άδικο (πρβλ. ουζ άδικο)] …   Dictionary of Greek

  • πραγματευτάδικο — το, Ν βλ. πραματευτάδικο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»